- κρυαντήρι
- τοείδος μετάλλινου δοχείου με δύο λαβές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κρυαντήρι — το μεταλλικό οικιακό σκεύος με δύο λαβές, το οποίο παγώνει το νερό ή τό διατηρεί δροσερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυαν (πρβλ. ἐ κρύαν α, αόρ. τού κρυαίνω) + κατάλ. τήρι (πρβλ. μολυν τήρι, σημαν τήρι)] … Dictionary of Greek